ἐξαρτύσεις

ἐξαρτύσεις
ἐξάρτυσις
equipment
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐξάρτυσις
equipment
fem nom/acc pl (attic)
ἐξαρτύω
get ready
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξαρτύω
get ready
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”